Ο μεσημεριανός ήλιος πύρωσε τις λαμαρίνες, ζέστανε τις φυλλωσιές κι αναθέρμανε κάτι ξεχασμένες επιθυμίες ˙ πρόσωπα προϋπαντούν μια αποχαυνωτική αύρα, ράγες στριγγλίζουν καθώς το τρένο χάνεται με την ηχώ να ξεμακραίνει όπως ξεχνάς ένα όνειρο. Έσβηνε, κι όμως, ήταν εδώ, πριν μια στιγμή, αληθινό.
Στα μικρομάγαζα τα εμπορεύματα περίμεναν ανυπόμονα,
χέρια να έρθουν να τα αγγίξουν, να περιεργαστούν τις ανήλιαγες
γωνίες τους ˙ μυρωδιές σκονισμένης κλεισούρας αναδύουν και
προσελκύουν μάτια που θα κοιτάξουν και δάχτυλα που θα διατρέξουν, θα εξετάσουν,
θα ψηλαφούν.
Έξω στο δρόμο οι πραμάτειες βρίσκονται αφημένες πάνω
σε σεντόνια, καφάσια, χαρτόνια, να λαμπυρίζουν περήφανα κάτω από τον ήλιο τις
θαμπές πολυκαιρισμένες τους επιφάνειες. Ο χρόνος τα ναυάγησε και το παρελθόν
τους το ξέβρασε μπροστά σε πόδια που πάνε κι έρχονται, σε τρένα που φτάνουν κι
αναχωρούν, σε μέρες που έρχονται και φεύγουν.
Κάθε Κυριακή βρίσκονται εκεί, με την λαχτάρα να συναντήσουν μάτια που θα χαϊδέψουν και χέρια που θα επιθυμούν. Μη φύγεις, στάσου, κοίτα με, θυμάσαι;